“Η φιλοσοφία και η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων είναι ίσως η πιο διανοητικά ενδιαφέρουσα, γόνιμη και διαυγής που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Η ινδική φιλοσοφία ήταν στις αρχές της βαθιά ενορατική, αποκαλυπτική και τόσο ισχυρή ώστε να ανοίξει ορίζοντες ασύλληπτους από την ανθρωπότητα. Όταν, όμως, έγινε διανοητική και θεμελιώθηκε πάνω στην ανθρώπινη λογική, έγινε δύσκαμπτη. Ο αρχαίος Ελληνικός νους, απ’ την άλλη, είχε ένα είδος ρευστής σαφήνειας, μια ευλύγιστη ερευνητική λογική, διορατικότητα και ενδόμυχη δύναμη.
Ένας από τους πιο άμεσους και ενδιαφέροντες Έλληνες διανοητές ήταν ο Ηράκλειτος. Υπήρχε ήδη η ροπή προς τον ορθολογισμό, χωρίς όμως την καθαρότητα του συλλογισμού των Σοφιστών. Το ύφος του Ηράκλειτου δεν είναι μόνο αποφθεγματικό και επιγραμματικό, αλλά και απόκρυφο και αινιγματικό, επιδιώκοντας να εκφράσει το γρίφο της ύπαρξης μέσα από την ίδια τη γλώσσα του. Την άφθαρτη, πρωταρχική ουσία του σύμπαντος την αποδίδει στο “Αείζωον Πυρ” (“Ο κεραυνός κυβερνά τα πάντα”).
Θα μπορούσε, επομένως, να γίνει παραλληλισμός με τη γλώσσα των Βεδών και τη Βεδική φωτιά, δημιουργό των κόσμων, το μυστικό Αθάνατο που κατοικεί μέσα σε ανθρώπους και πράγματα και ταυτόχρονα εμπεριέχει όλους τους θεούς. Και σίγουρα υπάρχει σαφής συγγένεια με το Βεδικό κεραυνό, την Πυρά του Ήλιου, τον Οφθαλμό. Η φράση του Ηράκλειτου “Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι” παραπέμπει στον Βεδικό Rishi, που επικαλείται την Αυγή ως “Θεά και θνητή”. Θεμελιακή ιδέα των μυστών αποτέλεσε η ενύπαρξη του αιώνιου στον άνθρωπο και η κατάβαση των θεών στη θνητότητα.
Ο Ηράκλειτος αναγνωρίζει την αλληλένδετη ενότητα μεταξύ αιώνιου και εφήμερου, όπου οι θεοί αλλάζουν συνεχώς ώσπου αφανίζονται. Ταυτίζει έτσι τον Άδη, θεό του Θανάτου, του σκοτεινού Κάτω Κόσμου, με το Διόνυσο, θεό των βακχικών μυστηρίων, της έκστασης που γεννιέται από κρασί, των περιπλανώμενων της νύχτας. Πεθαίνω από ζωή, γράφει, και ζω από θάνατο. Στις Ουπανισάδες περιέχεται η ίδια αλήθεια, ότι η ζωή βρίσκεται υπό την κυριαρχία του Βασιλιά Θανάτου, ότι όλη η ύπαρξη δημιουργήθηκε απ’ αυτόν ως τροφή του. Κι όταν ο Ηράκλειτος αναφέρεται στην ξηρή ή υγρή ψυχή, δε σκέφτεται το νου. Η υγρή ψυχή είναι εκείνη που διαταράσσεται από το ακάθαρτο κρασί της διονυσιακής έκστασης, την συναισθηματική διέγερση, την ομιχλώδη παρόρμηση και έμπνευση. Ενώ η ξηρή ψυχή είναι η εξαγνισμένη συνείδηση της καρδιάς, η εξαγνισμένη διάνοια κι ο αναζητητής της παραπέμπει στον αφοσιωμένο Μπάκτι γιόγκι.
Οι αφοριστικές φράσεις του δεν είναι σκόρπιες φιλοσοφικές αντανακλάσεις, αρχίζουν λογικά από την πρωταρχική του οπτική για την ίδια την ύπαρξη και επιστρέφουν σ’ αυτή σε μια συνεχή αιτιολόγησή τους. Ένα ερώτημα στην Ελληνική και στην Ινδική φιλοσοφία ήταν το πρόβλημα του ενός και του πολλαπλού, αν δηλαδή το άτομο έχει τη δική του αθάνατη ύπαρξη ή είναι απλώς ένα φαινομενικό αποτέλεσμα μετάβασης στην εξέλιξη. Ο Ηράκλειτος, με τη δυνατή διαίσθηση και τη διεισδυτική ματιά του στις συμπαντικές αλήθειες, πίστευε ότι η ενότητα (oneness) και η πολλαπλότητα (multiplicity) είναι αληθινές και συνυπάρχουν.
- Η Ύλη είναι μία, αλλά πολλά τα άτομα, τα πλάσματα, τα σώματα.
- Η Ενέργεια είναι μία, αλλά υπάρχουν πολλές δυνάμεις.
- Ο Νους είναι ένας, αλλά οι ψυχές είναι πολλές.
Περιοδικά η πολλαπλότητα επιστρέφει, διαλύεται στο Ένα απ’ όπου προήλθε, γι αυτό ποτέ δεν αφανίζεται πλήρως. “Είναι σοφία να δεχτεί κανείς ότι όλα τα πράγματα είναι ένα”.
Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι η φύση του αιώνιου Ενός. Οι αρχαίοι Έλληνες διανοητές θεώρησαν ότι η Κοσμική Ουσία αποτελείται από 4 στοιχεία (Φωτιά, Αέρας, Νερό, Γη), παραλείποντας τον Αιθέρα, όπου οι Ινδοί ανακάλυψαν την πρώτη και αυθεντική αρχή. Για τους Έλληνες ήταν το αντίστοιχο σύμβολο του απείρου.
Η Φωτιά είναι η δημιουργική δύναμη του απείρου, ο Αέρας είναι η αρχή της ζωής, που φέρνει τη Φωτιά από τους αιθέριους ουρανούς στη γη. Η ιδέα της Φωτιάς για τον Ηράκλειτο είναι η έννοια της φλεγόμενης, δημιουργικής και καταστροφικής δύναμης, το σύνολο όλων των διαδικασιών σε μια συνεχή και αδιάκοπη αλλαγή. Βασίζεται στην ιδέα του Ενός που γίνεται Πολλαπλό και του Πολλαπλού που γίνεται αιωνίως Ένα. Όλα είναι ρευστά, δεν μπορούμε να βαδίσουμε δύο φορές στα ίδια νερά, γιατί είναι και δεν είναι τα ίδια, η ύπαρξή μας είναι μια αιωνιότητα και μια συνεχής μετάβαση- είμαστε και δεν είμαστε. Κανένας άνθρωπος ή θεός δε δημιούργησε το σύμπαν, αλλά το Αείζωον Πυρ πάντα υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Στις Βέδες η φωτιά αποτελούσε το σύμβολο της φωτεινής θεϊκής ενέργειας, την αρχή της δημιουργίας που καίει ενδόμυχα μέσα σε όλα τα όντα, ενώ στη Rig Veda αναφέρεται συνεχώς το σύμβολο του νερού, όπως “στη αρχή ήταν ο Ωκεανός”, εννοώντας το ασχημάτιστο χάος των ασυνείδητων όντων, το αιώνιο ποτάμι των πραγμάτων.
Η ιδέα ενός σύμπαντος ως συνεχούς κίνησης και ακατάπαυστης μεταβολής υπήρχε από πριν, ο Ηράκλειτος όμως είδε πίσω και πέρα απ’ αυτή μια μυστηριώδη αρχή ταυτότητας. Κάθε μέρα, ανατέλλει ένας νέος Ήλιος, που υπάρχει μέσα από την αλλαγή από στιγμή σε στιγμή, όπως όλα στη Φύση, είναι όμως το ίδιο Αείζωον Πυρ που ανατέλλει κάθε αυγή με το σχήμα του Ήλιου. Υπάρχει, δηλαδή, μια ταυτότητα σε όλα τα πράγματα, σε όλες τις υπάρξεις, εκτός από τη συνεχή αλλαγή. Ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει μια αιώνια, αληθινή ύπαρξη, καθώς και μια προσωρινή και προφανή, θεωρία που παραπέμπει στον άυλο Purusha της καθαρής συνείδησης και στην ορατή Prakriti της απτής ύλης (σύμφωνα με το δυαδικό σύστημα του Samkhya του Kapila Muni).Ο Ηράκλειτος δε θα είχε δεχτεί μια καθαρά ψυχολογική αρχή του Εαυτού ως την καταγωγή των πραγμάτων, αλλά δεν απέχει πολύ από τις Βέδες και τις Ουπανισάδες, αρκεί να αντικαταστήσουμε τη Φωτιά με τον Atman.
Οι Βουδιστές της Σχολής των Μηδενιστών είδαν, επίσης, ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι για δύο στιγμές το ίδιο, ακόμη και στην πιο επίμονη συνέχεια των μορφών. Το συμπέρασμά τους ήταν ότι δεν υπάρχει Ουσία των πραγμάτων, ότι τίποτα δεν είναι αυθύπαρκτο. Το προφανές Γίγνεσθαι είναι αυτό που αποκαλούμε ύπαρξη και πίσω του βρίσκεται το αιώνιο Τίποτα, το απόλυτο Κενό. Ο Ηράκλειτος, αντίθετα, είδε ότι, παρόλο που η ουσία της φλόγας μεταβάλλεται πάντα, η αρχή της Φωτιάς παραμένει η ίδια, παράγοντας τα ίδια ενεργειακά αποτελέσματα (σχέση Κόσμου- Θεού).
Οι Βουδιστές, με αφετηρία την αρχή του Κάρμα, καταλήγουν στη συμπαντική Ενέργεια ως τη δημιουργό αιτία του κόσμου. Οι μεταγενέστεροι της Samkhya απέρριψαν την ενότητα των συνειδητών υπάρξεων, αλλά όχι και την ενότητα της Prakriti, της δημιουργικής Ενέργειας της Φύσης των Ελλήνων. Ο Ηράκλειτος είδε ότι υπάρχει κάτι σε όλη αυτή την κίνηση και διαφοροποίηση που επιμένει στη σταθερότητα, που επιβεβαιώνει την ενότητα που θριαμβεύει στην αιωνιότητα. Είμαστε ίδιοι παρά τις διαφορές μας, έχουμε την ίδια καταγωγή, μας διέπουν οι ίδιοι συμπαντικοί νόμοι και μονίμως ψάχνουμε εκείνη την ποιότητα που ενώνει όλα τα όντα και κάνει όλα τα πράγματα Ένα. Γιατί αποτελούν δυνάμεις που επιστρέφουν στην ίδια αμετάβλητη Ενέργεια, στη Θεϊκότητα που διαπερνά τα πάντα στο σύμπαν. (Λέγεται ότι όταν κάποιοι επισκέπτες απροσδόκητα βρήκαν τον Ηράκλειτο να ζεσταίνεται κοντά στο τζάκι της κουζίνας, εκείνος τους είπε: Είναι κι εδώ θεοί.).
Τελικά, η διαφοροποίηση του Ηράκλειτου από την πρώιμη Ελληνική φιλοσοφία και η ομοιότητα της σκέψης του με την Ινδική φιλοσοφία έγκειται στην πίστη του στην αρμονία των αντιθέτων. Κάθε δύναμη δράσης ακολουθείται από μια δύναμη αντίδρασης και από την αντίσταση μεταξύ τους δημιουργούνται όλες οι αρμονίες της ύπαρξης. Παρομοιάζει την κίνηση της ζωής με την κίνηση του τόξου, όπου ασκούνται δύο αντίρροπες δυνάμεις, μια ενέργεια τάσης που περιορίζει τη δύναμη απελευθέρωσης, καταλήγοντας ότι η διχόνοια φέρνει τη συμφωνία, από την ασυμφωνία βγαίνει η καλύτερη ανάπαυση και η ομορφότερη, η κρυμμένη αρμονία μέσα από τις αντιφάσεις. Όπως οι αρχές του Ζεν, έτσι και ο Ηράκλειτος μάς διδάσκει ότι ανήφορος και κατήφορος είναι ο ένας και ίδιος δρόμος, η αρχή και το τέλος του κύκλου. Και ο Θεός είναι μέρα και νύχτα, χειμώνας και καλοκαίρι, πόλεμος και ειρήνη, κορεσμός και ανάγκη”.
Σε ευχαριστούμε Κλειώ!